- μεγαλοστομία
- η краснобайство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεγαλοστομία — η (Α μεγαλοστομία) [μεγαλόστομος] μεγαλορρημοσύνη νεοελλ. 1. το να έχει κάποιος μεγάλο στόμα 2. το πομπώδες ύφος τού λόγου, κομπορρημοσύνη … Dictionary of Greek
ευπάρυφος — εὐπάρυφος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που φορεί φόρεμα με ωραία πορφυρή παρυφή 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ εὐπάρυφος το ωραίο ένδυμα 3. το ουδ. ως ουσ. τὰ εὐπάρυφα τα πολυτελή ενδύματα με εξαιρετική ύφανση που φορούσαν οι πλούσιοι, οι άρχοντες 4. μτφ. πλούσιος,… … Dictionary of Greek
λογοκόπημα — το 1. το να λέει κάποιος πολλά, κομπαστικά και ανούσια λόγια 2. ανούσιος ή κομπαστικός λόγος, μεγαλοστομία, καυχησιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογοκοπῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
φανφάρα — (Μουσ.). Οξύς ήχος τρομπέτας, που ηχεί σε επίσημες τελετές, στρατιωτικές παρελάσεις και, γενικά, σε περιπτώσεις εξαιρετικής σημασίας. Xρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως προάγγελος σημαντικών γεγονότων από τον Μπετόβεν στον Φιντέλιο. Ο όρος… … Dictionary of Greek
φανφαρονισμός — και φαμφαρονισμός, ο, Ν ανόητη κομπορρημοσύνη, κενή μεγαλοστομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανφαρόνος + ισμός*] … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Βαλαωρίτης, Αριστοτέλης — (Λευκάδα 1824 – 1879). Πολιτικός και ποιητής. Ήταν γόνος αρματολικής οικογένειας από τη Βαλαώρα της Ευρυτανίας ή της Ηπείρου (δεν έχει ξεκαθαριστεί), που είχε εγκατασταθεί στη Λευκάδα από τα τέλη του 17ου με αρχές του 18ου αι. Παρακολούθησε… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
κρεπουσκολαρισμός — (ιταλ. crepusculo = λυκόφως, σούρουπο). Ιταλική ποιητική σχολή των αρχών του 19ου αι., με κυριότερους εκπροσώπους τους ποιητές Μ. Μορέτι, Φ. Μαρτίνι και Γκ. Γκοτσάνο. Ουσιαστικά ο κ. δεν συνιστά τεχνοτροπία αλλά έκφραση της ψυχικής διάθεσης των… … Dictionary of Greek
Λάβλεϊς, Ρίτσαρντ — (Richard Lovelace, Γούλγουιτς 1618 – Λονδίνο 1657). Άγγλος ποιητής. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ενώ έγραψε το πρώτο του έργο σε ηλικία 16 ετών. Στην προσωπική του ζωή υπήρξε ονομαστός για τις κατακτήσεις του, τις οποίες όφειλε στο… … Dictionary of Greek
πρωτοπορία — Ο όρος αναφέρεται γενικά σε λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά κινήματα που καινοτομούν τόσο στο περιεχόμενο, όσο και στη μορφή. Στον 19o αι. η π. (avant garde) είχε έννοια πολιτική και σήμαινε τα ρεύματα και τις ομάδες της Aριστεράς. Μόνο στις αρχές… … Dictionary of Greek